- κλειτοπόδιον
- κλειτοπόδιον, part of a ship, Poll.1.85.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλειτοπόδιον — κλειτοπόδιον, τὸ (Α) μέρος πλοίου («δευτέρα τρόπις», Πολυδ.) … Dictionary of Greek